συκολός

συκολός
ο
1) сборщик инжира; 2) см. συκοφάγος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συκολός" в других словарях:

  • συκολός — ο, Ν βλ. συκολόγος …   Dictionary of Greek

  • συκολόγος — Ορεινός οικισμός (371 κάτ., υψόμ. 560 μ.), στην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 500 κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Τέρτσα (122 κάτ., υψόμ. 20 μ.) και η Άνω Βίγλα (7 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»